Αυλακιές

Αυλακιές
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 58 κάτ.), στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατυκαμπίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυλακιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 28 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος. * * * η 1. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι 2. η λουρίδα σε κήπο όπου φυτεύονται τα κηπευτικά («μια αυλακιά… …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… …   Deutsch Wikipedia

  • αυλακωτός — ή, ό αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει αυλακιές ή ραβδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αυλακώνω — 1. ανοίγω αυλάκια στο έδαφος ή δημιουργώ αυλακιές σε οποιαδήποτε επιφάνεια 2. (για υγρά) διασχίζω ή διατρέχω μια επιφάνεια σχηματίζοντας αυλάκια 3. φρ. (για τα πλοία) «αυλακώνω τις θάλασσες» διασχίζω τις θάλασσες, ταξιδεύω 4. σχηματίζω αυλάκια,… …   Dictionary of Greek

  • καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • αλασμίδες — (alasmidae). Μαλάκια της οικογένειας των μυακιδών. Έχουν παχύ κοχύλι, εξογκωμένο δίθυρο, κολοβό στην κορυφή. Όλα τα είδη α. ζουν σε γλυκά νερά και κυρίως σε ποτάμια και λίμνες. Είναι ζωοτόκα. Τα μικρά τους μεγαλώνουν μέσα στα βράγχια του μητρικού …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”